- οξ(ε)ιδωτός
- η , ό[ν] окисленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξ(ε)ιδωτός — ή, ό [οξ(ε)ιδώνω] χημ. αυτός που έχει υποστεί οξείδωση, οξειδωμένος … Dictionary of Greek